ὑπέροπλος

ὑπέροπλος
ὑπέροπλ-ος, ον,
A insolent, presumptuous (never of persons in Hom. or Hes.); in Hom. only ὑπέροπλον εἰπεῖν to speak insolently, presumptuously, Il.15.185,17.170; in Hes., ἠνορέη, βίη ὑπέροπλος, Th. 516,619,670;

ἀτασθαλίη Orph.Fr.120

;

ἥβα Pi.P.6.48

; of persons, Λαπίθαι ὑ. ib 9.14.
II big, mighty, ἀνὴρ ὑ. a monstrous man, Theoc. 22.44; of fishes, Opp.H.1.103, etc.
III of conditions, overwhelming,

ἄτα Pi.O.1.57

;

μηδὲν μέγα μηδ' ὑ. Ps.-Phoc.59

(v.l. ὑπέροφρυ, cf. Hsch.).—[dialect] Ep. word.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑπέροπλος — insolent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέροπλος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που έχει υπερβολική πίστη στη δύναμη τών όπλων του 2. (κατ επέκτ.) υπεροπτικός, περήφανος 3. (για καταστάσεις) υπερβολικός («ἄταν ὑπέροπλον», Πίνδ.) 4. (για πρόσ.) πολύ δυνατός 5. (για ψάρια) υπερμεγέθης, πελώριος 6. φρ …   Dictionary of Greek

  • ὑπέροπλον — ὑπέροπλος insolent masc/fem acc sg ὑπέροπλος insolent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροπλότεροι — ὑπέροπλος insolent masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόπλου — ὑπέροπλος insolent masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόπλων — ὑπέροπλος insolent masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέροπλα — ὑπέροπλος insolent neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέροπλοι — ὑπέροπλος insolent masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεροπλήεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) ὑπέροπλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ. τού ὑπέροπλος, κατά τα επίθ. σε εις (βλ. λ. όεις), πρβλ. πολεμήεις. Το επίθ. απαντά μόνο στον τ. τού υπερθ. βαθμού ὑπεροπληέστατος] …   Dictionary of Greek

  • υπερυπέροπλος — ον, Μ ὑπέροπλος* σε πολύ μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὑπέροπλος] …   Dictionary of Greek

  • υπεροπλία — η / ὑπεροπλία, ΝΜΑ [ὑπέροπλος] νεοελλ. υπεροχή στα όπλα, ανωτερότητα στον εξοπλισμό έναντι τού εχθρού αρχ. 1. (με αρνητική σημ.) υπερβολική και αλαζονική πίστη στην ισχύ τών όπλων 2. (κατ επέκτ.) υπεροψία, αυθάδεια 3. (με θετ. σημ.) γενναιότητα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”